- αναπαψιμάρι
- το [αναπάψιμο]ευχή που διαβάζεται σε ετοιμοθάνατο για τη γρήγορη ανάπαυση τής ψυχής του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπάψιμο — το 1. άρτος που ευλογείται από τον ιερέα και τρώγεται με (ή χωρίς) κρασί και κόλλυβα στα μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως τής ψυχής τού νεκρού 2. στον πληθ. τα αναπαψίματα κόλλυβα τών μνημοσύνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαύσιμος. ΠΑΡ. αναπαψιμάρι] … Dictionary of Greek